Παράταιρα η στάση του σκυφτή
μα είχε ένα χαμόγελο ως τ’ αυτί
μου έκαμε αστεία και γελούσα
τη τσούλαγε, εγώ την κουβαλούσα
βιτρίνα το κατάστημα με λούσα
περίσσευε στο ξώφτερνο η πατούσα
αγχέμαχα σ’ αγώνα βιοπάλης
ο δρόμος το καρότσι κι ο χαμάλης
της μιας να γέρνεις κι άξαφνα της άλλης
ζωή της αδικίας της μεγάλης
την αγορά παλιά τη λέγαμε μαρκάτο
και σε τσουλάμε μια μέρα παρακάτω
Υπέροχο ~ Καλώς σε βρίσκω!
ΑπάντησηΔιαγραφή