O Gottfried Benn υποστήριζε ότι στη λυρική ποίηση το μέτριο
είναι ανεπίτρεπτο και ανυπόφορο
Όταν με διαβάζω τον δικαιώνω

Τρίτη, Νοεμβρίου 22

ο ιππότης




Θέλω να πάρω ένα ιππότη καβαλάρη
με την ασπίδα και στο στήθος τον σταυρό
έψαχνα χρόνια κάποιον για να βρω
θεού να έχει πίστη και τη χάρη

και νάτος πλαστικός ωραία βαμμένος 
με τα φτερά την πανοπλία το σπαθί
σαράντα χρόνια έχει σκοτωθεί
μα στέκει θαλερός αναστημένος

έπρεπε μοιάζει τα πενήντα μου να κλείσω
να μου θυμίζει μια φορά κι ένα καιρό
με το σπαθί του παιχνιδιού το τρομερό
ότι δεν μπόρεσα κανέναν να νικήσω

τώρα φαντάζει τιμωρία για μεγάλους
έχουν οι χρόνοι και των δυο μας περάσει
αυτός τους άγιους τόπους έχει χάσει
εγώ έχασα κι αυτούς κι όλους τους άλλους

ο ιππότης
λιθόστρωτο  19/12/08


Όλα τα θέλω τα κρυφά κι όλα τα φανερά του
σε μια ρεκλάμα ζωγραφιά που ταζε το ταξίδι
τότε ξαναγεννιότανε μέσα στα όνειρα του
σαν Ηρακλής που έπνιγε ένα μεγάλο φίδι

το μαγαζί πεζόδρομος, μονόδρομος το πρέπει
σα το γατί μπερδεύτηκε σε μια ζωή κουβάρι
ήταν ο κόσμος κάποτε που χώραγε στη τσέπη
μα τώρα που μεγάλωσε τον κουβαλάει ταγάρι

κουράστηκε στα γόνατα να λέει για το δέρμα
χρόνια το έκαμε πολλά  μα τώρα τον σκοτώνει
τόσα παπούτσια κι έφτασε, ξυπόλητος στο τέρμα
ψεύτικος είσαι ουρανέ κι οι γλάροι σου χαρτόνι

και παρατάει τα κουτιά το κόκαλο στη φτέρνα
νησόπουλα και θάλασσες ταξίδια καραβίσα
σαράντα χρόνια δείξανε τα δόντια σα τη σμέρνα
κι ορμά με το κεφάλι του στου τοίχου την αφίσα

Στο παπουτσάδικο





Κυριακή, Νοεμβρίου 20

μικρό ταξίδι




Με κοροϊδέψαν οι καιροί
γυρνά τρελά τ ανεμοδούρι
σέρνει η παντόφλα απ το Ληξούρι
με σκόρπια φώτα βουερή


δίνω του τόπου μια σπρωξιά
πέφτει γυαλί κάτω και σπάει
άσπρο καράβι έρχεται πάει
με την αστεία του φτιαξιά


ξέρεις υπήρξε μια φορά
που χε ο κόσμος κι άλλα μέρη
στη πετονιά του χασομέρι
πιάστηκε ψάρι που σπαρά


καλώ τις μνήμες μου και όμως
καμιά δε λέει να γυρίσει
σα να ταν ότι έχω γνωρίσει
ταξίδι ένα τσιγάρο δρόμος


Μικρό ταξίδι






Βολόδερνε η γριά μαύρο κουβάρι
σβησμένο βήμα
ερωτικό δεν θα μπορούσε να ναι
αν διάβαζες Μαρία ένα ποίημα
με τούτα εδώ τα μάτια που διψάνε

απούλητα για χρόνια γυαλικά
σκόνη φθορά
πριν να προλάβεις τάχα να πνιγείς
ο Κούταβος στερεύει τα νερά  
και κάτσανε οι βάρκες του στη γης

έλιωναν του ήλιου παγωτά
η τέντα τρύπια
τι θα μπορούσες άλλο να κεράσεις
τα μάτια όση αλμύρα έχουν ήπια
να σε θυμάμαι πριν γεράσεις

Στο μίνι μάρκετ